- μάγγωμα
- και μάγκωμα, το [μαγγώνω]1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη2. σύλληψη3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα … Dictionary of Greek
μάγκωμα — το βλ. μάγγωμα … Dictionary of Greek